Μωαβίτες

Μωαβίτες
Αρχαίος λαός εγκαταστημένος στο έδαφος του Μωάβ, ανατολικά της Νεκράς Θάλασσας. Συγγενείς από εθνολογική και γλωσσολογική άποψη με τους Εβραίους, ήρθαν σε σύγκρουση μ’ αυτούς από την εποχή της κατάκτησης της Παλαιστίνης: περίφημο είναι το βιβλικό επεισόδιο (Αριθμοί, κβ’ - κδ’) του Μωαβίτη μάντη Βαλαάμ, ο οποίος, ενώ είχε κληθεί από το βασιλιά Βαλάκ για να καταραστεί τους Εβραίους, εμπνεύστηκε από τον Θεό να τους ευλογήσει. Η Βίβλος θεωρεί το Μωάβ και τον Αμμών - οι οποίοι γεννήθηκαν από την αιμομικτική σχέση του Λωτ με τις κόρες του - γενάρχες των Μ. και των Αμμωνιτών, λαού συγγενούς προς αυτούς ως προς την καταγωγή και τις θρησκευτικές δοξασίες και συχνά σύμμαχό τους στον αγώνα κατά των Εβραίων. Κύρια θεότητα των Μ. ήταν ο Χεμώς (Χαμώς), τον οποίον τιμούσαν με θυσίες καταδίκων. Οι M., που υποτάχτηκαν από τον Δαβίδ, απέκτησαν προσωρινά την αυτονομία τους με το μεγάλο βασιλιά Μησά (9ος αι. π.Χ.) και, ύστερα από την καταστροφή του βασιλείου του Ισραήλ από το Ναβουχοδονόσορα, αφομοιώθηκαν προοδευτικά με τους Ναβαταίους και τους Άραβες. Εικόνα από μουσουλμανικό χειρόγραφο, στην οποία εμφανίζεται ο προφήτης Μωάμεθ σε νεαρή ηλικία, μεταξύ βοσκών και καμηλιέρηδων, πριν ακόμα αρχίσει τα κηρύγματά του. Εικόνα από μουσουλμανικό χειρόγραφο, στην οποία ο προφήτης Μωάμεθ συζητά με τον έμπιστό του Άμπου Μπακρ τον τρόπο δραπέτευσής του στη Μεδίνα? η γυναίκα που αρμέγει είναι η σύζυγος του προφήτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Εσεβών — Αρχαία πόλη της Παλαιστίνης που αναφέρεται στη Βίβλο. Βρισκόταν μεταξύ των ποταμών Αρνών και Ιαβόκ. Η πόλη αρχικά ανήκε στους Μωαβίτες, έπειτα όμως την κατέλαβαν οι Αμορραίοι, οι οποίοι την έκαναν πρωτεύουσά τους. Διαδοχικά την κατέλαβαν διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Μωαβίτης — ο (Μ Μωαβίτης, θηλ. Μωαβῑτις) συν. στον πληθ. οι Μωαβίτες ( αι) απόγονοι τού Μωάβ, γιου τού Λώτ, που κατοικούσαν στην περιοχή Μωάβ τής Παλαιστίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μωάβ, ονομ. περιοχής τής Παλαιστίνης] …   Dictionary of Greek

  • μωαβιτικός — ή, ό [Μωαβίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μωαβίτες …   Dictionary of Greek

  • Ελεάλη — Αρχαία πόλη της Παλαιστίνης, που αναφέρεται στη Βίβλο. Βρισκόταν στα Α του Ιορδάνη και ανήκε στη φυλή Ρουβείμ. Κατά την εποχή του Ησαΐα και του Ιερεμία την είχαν υποτάξει οι Μωαβίτες. Τα ερείπιά της σώζονται κοντά στο σημερινό χωριό Χιρμπέρτ ελ… …   Dictionary of Greek

  • Ιωσαφάτ — I Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο τέταρτος βασιλιάς του Ιούδα (870 849 π.Χ.). Η βασιλεία του υπήρξε αξιοσημείωτη, αφού στη διάρκειά της παραμερίστηκε για πρώτη φορά η εχθρική σχέση μεταξύ των βασιλείων του Ισραήλ και του Ιούδα. Ο I. συμμάχησε με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μωάβ — Βιβλικό πρόσωπο, γιος του Λωτ από τη μεγαλύτερη κόρη του και γενάρχης των Μωαβιτών. Οι Μωαβίτες μιλούσαν γλώσσα της χαναανιτικής οικογένειας με σημιτικούς ιδιωματισμούς, γνωστή από επιγραφή του οβελίσκου του μωαβίτη βασιλιά Μέσα. Η γλώσσα αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Σαούλ — Πρώτος βασιλιάς του Ισραήλ (2o μισό του 11ου αι. π.Χ.), που χρίστηκε από το Σαμουήλ παρόλο το αντίθετο ρεύμα για την εγκαθίδρυση της μοναρχίας στους Εβραίους, οι οποίοι δεν έπρεπε να έχουν άλλο βασιλιά εκτός από το θεό. Με το γιο του Ιωνάθαν… …   Dictionary of Greek

  • Μολώχ, ο — και Mολόχ, ο θεός που λατρευόταν από τους Μωαβίτες στον οποίο πρόσφεραν ανθρωποθυσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”